δροσινή

δροσινή
δροσινός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο Γεωργίου Δροσίνη — Στεγάζεται στη Βίλα Αμαρυλλίς (Διομ. Κυριακού & Αγίων Θεοδώρων, Κηφισιά), όπου έζησε ο ποιητής από το 1939 έως τον θάνατό του, το 1951. Το μουσείο συγκεντρώνει ολόκληρο το ποιητικό, πεζογραφικό και λαογραφικό έργο του Γεωργίου Δροσίνη.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκή Τέχνης – Πύργος Δροσίνη (Γουβών Εύβοιας) — Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στεγάζεται σ’ έναν εντυπωσιακό πέτρινο πύργο, ο οποίος χτίστηκε στις αρχές του 19ου αι. από τον Ιβραήμ Αγά και περιήλθε στην ιδιοκτησία του παππού του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη. Σήμερα, μετά το χαρακτηρισμό του κτιρίου ως… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Δροσινή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ., 119 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρας …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Δροσινή — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 111 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 31 χλμ. ΒΑ της πόλης της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φιλλύρας …   Dictionary of Greek

  • αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …   Dictionary of Greek

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • καθαρεύουσα — Μορφή της νεοελληνικής γλώσσας που βασίστηκε στη λόγια παράδοση. Η κ. αποτελούσε επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης έως το 1976, οπότε καθιερώθηκε επίσημα η δημοτική. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι υποστηρικτές της πρέσβευαν ότι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • φυτοφαγικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοφαγία ή στον φυτοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagic < phytophagy (βλ. λ. φυτοφαγία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1886 στον Γ. Δροσίνη] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ελλάς — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική, φιλολογική και δικαστική εφημερίδα (1848 59) με έδρα την Αθήνα. 2. Εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα (1874 75). 3. Δισεβδομαδιαία και έπειτα ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα (1879 81). 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”